Παρότι ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί ο πρώτος κύκλος εξυγίανσης των τραπεζών, οι διοικήσεις τους κάνουν ήδη σχέδια για την επόμενη και κατά τα φαινόμενα τελική μάχη με τα κόκκινα δάνεια. Αναμφίβολα, πρόκειται για μία δύσκολη εξίσωση, καθώς εκτός από τους κεφαλαιακούς περιορισμούς του εγχειρήματος, θα πρέπει να ξεπεραστεί και ο σκόπελος του νόμου για την αναβαλλόμενη φορολογία, που καθιστά απαγορευτική την ανάληψη των αναγκαίων ζημιών, ακόμη και αν τα κεφάλαια μιας τράπεζας είναι επαρκή.
Συμφωνούν Κομισιόν και ΕΚΤ
Κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούν πως η συγκυρία είναι ιδανική για την προώθηση λύσεων κατά παρέκκλιση των παραδοσιακών εποπτικών κανόνων. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως για πρώτη φορά η Κομισιόν συμφωνεί με τόσο καθαρό τρόπο με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για την ανάγκη εμπροσθοβαρών κινήσεων πανευρωπαϊκά που θα αντιμετωπίζουν επαρκώς το πρόβλημα των επισφαλειών.
Τα μεγέθη μετά τον «Ηρακλή»
Στο πλαίσιο αυτό, το Μέγαρο Μαξίμου ετοιμάζει τις επόμενες κινήσεις του προς εξασφάλιση των απαραίτητων εγκρίσεων από τις Βρυξέλλες. Το κυβερνητικό σχέδιο προβλέπει την επέκταση του σχήματος κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής», που φέρει την υπογραφή του υφυπουργού Οικονομικών Γιώργου Ζαββού, ενώ εξετάζεται η δημιουργία εθνικής εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (bad bank) που αποτελεί πρόταση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα.
Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του «Ηρακλή», που περιλαμβάνει τις συναλλαγές των Eurobank (7,50 δισ. ευρώ – ολοκληρώθηκε), Alpha Bank (10,80 δισ. ευρώ), Τράπεζας Πειραιώς (7 δισ. ευρώ) και Εθνικής Τράπεζας (6,10 δισ. ευρώ), τα εντός ισολογισμού κόκκινα δάνεια θα κινούνται στην περιοχή των 35 δισ. ευρώ και ο δείκτης καθυστερήσεων λίγο πάνω από το 20%, σε μεγάλη απόσταση από τον πανευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στα παραπάνω μεγέθη μάλιστα δεν συνυπολογίζονται τα δάνεια που θα κοκκινίσουν λόγω της πανδημίας, τα οποία με βάση εκτιμήσεις που έχουν διατυπωθεί από διάφορες πλευρές, θα διαμορφωθούν μεταξύ 5 και 15 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι στην καλύτερη περίπτωση μετά το πέρας της κρίσης οι τράπεζες θα κληθούν να καθαρίσουν ανοίγματα από 40 έως 50 δισ. ευρώ.
Η αποενοποίησή τους προϋποθέτει την ανάληψη ζημιών από 6 έως 10 δισ. ευρώ. Ενα κομμάτι, περί τα 3 δισ. ευρώ, μπορεί να καλυφθεί σε μία χρήση από την οργανική κερδοφορία, εφόσον αποφασιστεί η θυσία της στον βωμό της εξυγίανσης. Επιπλέον, μέσω έκτακτης κερδοφορίας θα μπορούσε να εξασφαλιστεί το πολύ έως 1 δισ. ευρώ το 2021. Ως εκ τούτου, τα «πυρομαχικά» δεν επαρκούν για το καθάρισμα των επισφαλειών την εφετινή χρονιά.
ΠΗΓΗ: in.gr