Ο Περιφερειακός Πρόεδρος του Γερμανοελληνικού Επιχειρηματικού Συνδέσμου DHW, και συντονιστής του γραφείου DHW Αθηνών, Παύλος Τελίδης, αρθρογραφεί στο TomorrowNews.gr αναφορικά με τους τρόπους τόνωσης της ελληνικής οικονομίας εν μέσω της πανδημίας του covid-19, αλλά και για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει σε αυτό η σχέση Ελλάδας – Γερμανίας.
Δεν χωρά η παραμικρή αμφιβολία πως η εποχή που διανύουμε είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη. Μπορεί άπαντες να θεωρούσαμε πως η ολοκλήρωση της εποχής των Μνημονίων και της οικονομικής δύνης που η χώρα μας αντιμετώπιζε, είχε ολοκληρωθεί εντός του 2019, εντούτοις παγκοσμίως εγκαινιάστηκε από τον Φεβρουάριο του 2020 μία νέα περίοδος, της οποίας φυσικά οι οικονομικές συνέπειες είναι ραγδαίες.
Ο λόγος φυσικά για τον Covid-19, του οποίου η έλευση ήρθε να διακόψει την περίοδο κανονικότητας που άπαντες οραματιζόμασταν εντός του 2019, τοποθετώντας πλέον άλλου είδους προτεραιότητες και ανάγκες, αλλά και βάζοντας μας στην διαδικασία να αναζητούμε τους τρόπους εκείνους που θα κρατήσουν την οικονομία όρθια και σταθερή.
Μήπως ψάχνουμε με λάθος τρόπο; Ο ρόλος του Ταμείο Ανάκαμψης και η συνεισφορά των επενδύσεων
Έχουν χρησιμοποιηθεί τόνοι μελανιού, στην διαδικασία να αναλυθεί το πόσο χρήσιμη θα αποτελέσει η συνεισφορά του Ταμείου Ανάκαμψης και των χρημάτων που τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα εισπράξουν μέσω αυτού.
Το καλοκαίρι οι ηγέτες της Ε.Ε. σε συνεργασία με την Κομισιόν κατέληξαν σε μία συμφωνία ιδιαιτέρως καθοριστική και χρήσιμη, επιβεβαιώνοντας πως οι εθνικές οικονομίες και τα ταμειακά τους διαθέσιμα θα ενισχυθούν αποτελεσματικά, με αποτέλεσμα να σφραγιστεί η οικονομική τους επιβίωση.
Αρκεί όμως μία δημοσιονομική «ένεση» ώστε να μπορέσουν οι ρυθμοί ανάπτυξης των χωρών να ακολουθήσουν ανοδική πορεία;
Τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης «λύνουν» το 50% του προβλήματος. Το άλλο μισό, θα δοθεί μέσω των επενδύσεων, και μέσω των κινήσεων εκείνων που θα βάλουν τις εθνικές οικονομίες πάνω στις ράγες εκείνες που θα εγγυηθούν υψηλότερο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, και περισσότερες θέσεις εργασίας, ειδικά σε μία εποχή που η ανεργία «θερίζει».
Ο ρόλος της Γερμανίας στο «ρινγκ» των επενδύσεων
Το ότι η Γερμανία αποτελεί τη χώρα εκείνη που «καθοδηγεί» το κομμάτι των επενδύσεων στην Ευρώπη, είναι ευρέως γνωστό και πασιφανές. Άλλωστε αποτελεί τη χώρα με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στο ΑΕΠ της Ευρωπαικής Ένωσης, αλλά και κατ’ επέκταση της ίδιας της Ευρωζώνης.
Ειδικά για τη χώρα μας, οι επενδύσεις που προέρχονται από την γερμανική πλευρά είναι άκρως σημαντικές, είτε ποσοτικά, είτε ποιοτικά, κάτι που άλλωστε αποδεικνύουν οι ίδιοι οι αριθμοί.
Πιο συγκεκριμένα, το συνολικό ποσό των επενδύσεων της Γερμανίας στη χώρα μας ξεπερνά τα 4 δις ευρώ, κάτι που αυτομάτως σημαίνει πως αυτού του είδους οι επενδύσεις συμβάλουν ετησίως στο 3% του ετήσιου ΑΕΠ της εθνικής μας οικονομίας.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός πως αυτού του είδους οι επενδύσεις, αναβαθμίζουν τη χώρα μας, και δεν συμβάλουν απλά στην αναπτυξιακή της πορεία σε ότι αφορά μονάχα την οικονομία.
Οι γερμανικές επενδύσεις αφορούν κλάδους και τομείς που σχετίζονται άρρηκτα με τις ανάγκες του σήμερα και τις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής. Σχετίζονται με τομείς όπως:
- οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειες
- η πράσινη ανάπτυξη
- η διαχείριση των αποβλήτων
- η τεχνολογία
- ο τουρισμός
- τα logistiscs
- η υγεία
- ο αγροτοδιατροφικός κλάδος
Τι χρειαζόμαστε; Κίνητρα και στρατηγική για τις επενδύσεις
Αυτό αποδεικνύει με τον πιο χαρακτηριστικό των τρόπων πως η στροφή του ενδιαφέροντος της Γερμανίας προς την Ελλάδα βοηθά τη χώρα μας να κάνει το παραπάνω βήμα που θα ενισχύσει την προσπάθεια της να ακολουθήσει τους γρήγορους ρυθμούς άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Συγχρόνως οι προαναφερθέντες κλάδοι κρίνονται ως άκρως σημαντικοί και για έναν επιπλέον λόγο, ο οποίος και αφορά τον συνολικό αριθμό των εργαζομένων στους τομείς αυτούς, αφού σχεδόν το 1/3 απασχολείται εκεί.
Αυτού του είδους το μήνυμα φαίνεται πως έχει εισπράξει και η ελληνική κυβέρνηση, αν κρίνει κάποιος από τα λεγόμενα του αναπληρωτή υπουργού Ανάπυξης και Επενδύσεων, Νίκου Παπαθανάση, ο οποίος και εντός του προηγούμενου μηνός μετέφερε την είδηση πως υπάρχει πλάνο για νέο αναπτυξιακό νόμο ο οποίος θα περιλαμβάνει τρεις νέες στρατηγικού χαρακτήρα επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας, με συνολικό προϋπολογισμό τα 1,6 δις ευρώ.
Καθίσταται λοιπόν απολύτως κατανοητό πως κινήσεις σαν κι αυτές της Volskwagen, η οποία αποφάσισε να προχωρήσει σε μνημόνιο συνεργασίας με την Ελληνική Δημοκρατία για μία «πράσινη» επένδυση στο χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας στην Αστυπάλαια, είναι αυτές που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Ανάλογες στρατηγικές, φέρνουν την Ελλάδα στο προσκήνιο των εξελίξεων, αποδεικνύοντας σε υποψήφιους επενδυτές πως η χώρα μας αποτελεί ένα πρόσφορο έδαφος για καινοτόμες πρακτικές, ενώ συγχρόνως διαφημίζεται διεθνώς και ο ελληνικός τουρισμός, μιας και η Αστυπάλαια πλέον θα αντιμετωπίζεται από όλους ως ένα από τα πιο «πράσινα» και σύγχρονα νησιά της Μεσογείου.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν εύλογα, πως τέτοιου είδους επιλογές, καθιστούν γνωστό το όνομα της χώρα μας διεθνώς, προκαλώντας αλλεπάλληλες θετικές συνέπειες στην διεθνή μας εικόνα. Συνέπειες ο οποίες βοηθούν τόσο την εθνική όσο και την τοπική οικονομία.
Για να αυξηθούν λοιπόν ανάλογες ενέργειες, δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, από κίνητρα για νέες επενδύσεις και ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με χώρες που έχουν την δυνατότητα να συνδράμουν ενεργά και αποτελεσματικά και με την Γερμανία να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην συγκεκριμένη «εξίσωση».