Οι καθοριστικοί παράγοντες που αναμένεται να διαμορφώσουν την πορεία της εγχώριας αγοράς. Τα σινιάλα από τις αποτιμήσεις, τα μερίσματα και τα κυοφορούμενα deals με πρωταγωνιστές εισηγμένες επιχειρήσεις. Αναλυτικοί πίνακες.
H τελευταία εκτίμηση του ΔΝΤ για τους… ασθματικούς ρυθμούς ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το 2021, θόλωσε ακόμα περισσότερο τον ορίζοντα στην αγορά.
Ανεξάρτητα από το αν οι εκτιμήσεις αυτές είναι υπερβολικές ή όχι και καθώς οι εξελίξεις στο θέμα της πανδημίας είναι αβέβαιες, θα ήταν επιεικώς άδικο, λένε στην αγορά, να σκιάσουν τα όσα θετικά καταγράφονται (έστω και εν υπνώσει) στην ελληνική οικονομία και στο Χρηματιστήριο. Ειδικότερα στο Χ.Α., υπάρχουν τρία χαρακτηριστικά σημεία που μπορούν να ανατρέψουν θετικά το σκηνικό και να δώσουν συνολικά ώθηση στην αγορά. Και υπό αυτό το πρίσμα, το μεγάλο θέμα δεν είναι το «αν», αλλά το «πότε».
Μια μακροπρόθεσμη επένδυση
Σε αναζήτηση καταλυτών βρίσκεται κατά τους τελευταίους μήνες το Χρηματιστήριο της Αθήνας, καθώς τα όποια πλεονεκτήματα διαθέτουν οι μετοχές του δεν έχουν κινητοποιήσει μέχρι σήμερα το έντονο ενδιαφέρον των επενδυτών, τόσο στις τράπεζες (οι οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν τις δικές τους προκλήσεις) όσο και στις περισσότερες άλλες εισηγμένες εταιρείες.
Μια πρώτη εκτίμηση είναι πως το περιορισμένο επενδυτικό ενδιαφέρον οφείλεται στο ότι το Χ.Α. είναι μια ρηχή και τραπεζοκεντρική χρηματιστηριακή αγορά και οι εταιρείες του δραστηριοποιούνται σε μια οικονομία που φέτος θα καταγράψει εντονότατη ύφεση και που οι μακροχρόνιες προοπτικές ανάπτυξής της είναι σαφώς περιορισμένες, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε και τη συνολικότερη επενδυτική αβεβαιότητα για μια σειρά από παράγοντες (π.χ. η πορεία της αμερικανικής αγοράς μετά τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ), τότε αντιλαμβάνεται κάποιος γιατί οι ξένοι επενδυτές διστάζουν να αγοράσουν ελληνικές μετοχές.
Από την άλλη πλευρά, πολλοί είναι οι επενδυτές που πιστεύουν ότι το χρηματιστήριο αποτελεί μια μακροπρόθεσμη υπόθεση και πως οι ελληνικοί τίτλοι θα μπορούσαν να αποδειχθούν ιδιαίτερα αποδοτικοί, αν στο μέλλον καταφέρουμε να άρουμε τους σημερινούς δισταγμούς της επενδυτικής κοινότητας.
Τα εταιρικά αποτελέσματα
«Βιώνουμε κατά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα την εποχή όπου δεν πρέπει να κοιτάζουμε τον Γενικό Δείκτη, αλλά κάθε μετοχή ξεχωριστά. Έτσι εξηγείται γιατί κατά την τελευταία πενταετία ο Γενικός Δείκτης έχει απωλέσει το 5%-10% της αξίας του, ενώ δεκάδες εισηγμένες έχουν καταγράψει τριψήφια ποσοστιαία κέρδη.
Ο διαχωρισμός αυτός έχει ενταθεί ακόμη περισσότερο λόγω της πανδημίας. Δεν μπορούμε σήμερα να μετράμε αν το ελληνικό χρηματιστήριο είναι φτηνό ή ακριβό, ανάλογα με τους μέσους όρους P/E, τιμής προς λογιστική αξία και μερισματικής απόδοσης των εταιρειών, γιατί απλά οι αριθμοί αυτοί μάλλον μας παραπλανούν, παρά μας βοηθούν να αντιληφθούμε την πραγματικότητα. Αντίθετα, θα πρέπει να εξετάζουμε κάθε εισηγμένη ξεχωριστά.
Γενικότερα, οι ελληνικές εταιρείες έχουν αντέξει μια δωδεκαετή κρίση και έχουν αποδείξει πως μπορούν να δρουν σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Νομίζω, λοιπόν, πως θα ξεπεράσουν τις επιπτώσεις τις πανδημίας σχετικά γρήγορα και πάντως ευκολότερα από κάποιους ξένους ανταγωνιστές τους, οι οποίοι προέρχονται από μια άνετη δεκαετία».
Αυτά δηλώνει γνωστός χρηματιστηριακός παράγοντας στο ερώτημα για το αν το ελληνικό χρηματιστήριο είναι σήμερα υπερτιμημένο ή υποτιμημένο, συμπληρώνοντας πως «σίγουρα στο Χ.Α. υπάρχουν αρκετές μετοχές που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και που εμφανίζουν μια ικανοποιητική σχέση κινδύνου-προσδοκώμενης απόδοσης για την επόμενη τριετία».
Ο χρηματιστηριακός αυτός παράγοντας επιβεβαιώνεται και από την πορεία των οικονομικών επιδόσεων των εισηγμένων εταιρειών κατά το πρώτο -συγκυριακά αρνητικό- πρώτο εξάμηνο: ενώ, λοιπόν, το αθροιστικό αποτέλεσμα κερδών των μη τραπεζικών εισηγμένων είναι αρνητικό (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον φετινό μέσο δείκτη P/E), διαπιστώνεται ότι πάνω από τις μισές εταιρείες εμφάνισαν κέρδη (74 στις 131) και επίσης ότι περίπου οι τέσσερις στις δέκα εισηγμένες (οι 56 στις 131) βελτίωσαν την «κάτω γραμμή» των αποτελεσμάτων τους, δηλαδή είτε αύξησαν την κερδοφορία τους είτε περιόρισαν τις ζημιές τους.
ΠΗΓΗ: euro2day.gr