Το ζήτημα των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε δάνεια παραμένει η μεγάλη πληγή του τραπεζικού συστήματος.
Δύο στα δέκα ρυθμισμένα δάνεια έγιναν και πάλι κόκκινα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος το πρώτο εξάμηνο του 2019.
Μπορεί ο συνολικός αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων να μειώνεται στο πλαίσιο της προσπάθειας που καταβάλλει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, ωστόσο συνεχίζουν να υπάρχουν δάνεια των οποίων οι ρυθμίσεις που έγιναν το προηγούμενο διάστημα δεν αποδεικνύονται βιώσιμες, με αποτέλεσμα να επανέρχονται και πάλι στο κόκκινο προκαλώντας πονοκέφαλο στα επιτελεία των τραπεζών.
Το ζήτημα των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε δάνεια παραμένει η μεγάλη πληγή του τραπεζικού συστήματος.
Περισσότερα από τέσσερα στα δέκα δάνεια των τραπεζών προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις παραμένουν μη εξυπηρετούμενα, με το ποσοστό των κόκκινων δανείων με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, στα οποία δεν έχει γίνει καμία ρύθμιση, να βρίσκεται στο 48,2%.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, κατά τη διάρκεια του α’ εξαμήνου του 2019 σημειώθηκε βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Ομως το ερώτημα που παραμένει είναι αν αυτό είναι αρκετό, καθώς την ίδια στιγμή ρυθμισμένα δάνεια ξανακοκκίνισαν μειώνοντας έτσι τις προσπάθειες των τραπεζών να καθαρίσουν τα χαρτοφυλάκιά τους. Και αυτό με δεδομένο ότι ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων στην Ελλάδα στο τέλος του α’ εξαμήνου του 2019 ανήλθε σε 43,6%, ποσοστό υψηλό σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Επιστρέφουν στο κόκκινο
Η σταδιακή μείωση των κόκκινων δανείων, η οποία οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους (2,1 δισ. ευρώ) και πωλήσεις ύψους (3,6 δισ. ευρώ), που σωρευτικά διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του α’ εξαμήνου 2019, επιβραδύνθηκε αφού ταυτόχρονα με τις μειώσεις συνεχίστηκε η εισροή νέων κόκκινων δανείων κυρίως λόγω της αθέτησης υποχρεώσεων από δανειολήπτες που είχαν προχωρήσει σε ρυθμίσεις οφειλών με τις τράπεζες τους προηγούμενους μήνες. Σε αυτό καθοριστικό ρόλο έπαιξε η οικονομική δυσπραγία νοικοκυριών και επιχειρήσεων που εξαιτίας των χαμηλών εισοδημάτων και της υπερφορολόγησης δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, αλλά και ο μεγάλος αριθμός θνησιγενών ρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν μεταξύ τραπεζών και οφειλετών που επέλεξαν την απευθείας διαπραγμάτευση, όμως δεν κατέστη δυνατό να προχωρήσουν καθώς δεν ήταν βιώσιμες ή άλλαξαν τα οικονομικά δεδομένα για τους οφειλέτες.
Πηγή: in.gr