Σε ρευστότητα της τάξεως των 20 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 12% του ΑΕΠ και βρίσκεται εκτός τραπεζικού συστήματος, στοχεύουν οι τράπεζες, επιδιώκοντας να φέρουν εντός τους καταθέσεις τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ.
Το εγχείρημα θα πραγματοποιηθεί με αυξημένο συντελεστή δυσκολίας, αφού το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων υποχρεώνει τις τράπεζες να αναμορφώσουν τα καταθετικά τους προϊόντα σε επενδυτικά, προκειμένου να δημιουργήσουν αποδόσεις και να προσελκύσουν πελάτες.
Τα νέα δίδυμα ελλείμματα
Μετά το "ξεκαθάρισμα" των "κόκκινων" δανείων και την επικέντρωση των τραπεζών στο υγιές και παραγωγικό κομμάτι των δραστηριοτήτων τους, η αύξηση των καταθέσεων προβάλλει ως κεντρικός αναπτυξιακός στόχος, όχι μόνο για τις τράπεζες, αλλά και για την οικονομία. Και αυτό διότι, μετά τα δίδυμα ελλείμματα –δημοσιονομικό και τρεχουσών συναλλαγών–, που οδήγησαν τη χώρα στην πολυετή κρίση, η τελευταία κληροδότησε τα νέα δίδυμα ελλείμματα: το επενδυτικό και το αποταμιευτικό. Η ανάγκη επενδύσεων, και δη ξένων, τονίζεται επανειλημμένως ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η αύξηση της εσωτερικής αποταμίευσης είναι αυτή στην οποία μπορεί να "χτίσει" πιο σταθερά και μακροπρόθεσμα η χώρα και το τραπεζικό της σύστημα, ποντάροντας στην κάλυψη του κενού πόρων για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης.
Σημειώνεται ότι στην Ευρωζώνη επενδύσεις και αποταμίευση κινούνται στο 20%-25% του ΑΕΠ, με τις αποταμιεύσεις να βρίσκονται σταθερά πάνω από τις επενδύσεις κατά την τελευταία εικοσαετία. Στην Ελλάδα οι επενδύσεις αναλογούν σε λίγο άνω του 10%-12% του ΑΕΠ και οι αποταμιεύσεις στο 15%-16%, ποσό το οποίο ήταν το ίδιο ακόμα και όταν, στο παρελθόν, οι επενδύσεις αντιστοιχούσαν στο 20% του ΑΕΠ της χώρας.
Οι καταθέσεις στις τράπεζες αυξάνουν μεν, αλλά με αργό ρυθμό, καθώς πλήττονται από τις ανάγκες των νοικοκυριών για την κάλυψη των υποχρεώσεών τους και τη διατήρηση του βιοτικού τους επιπέδου (η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει ακόμη αυξημένη στην Ελλάδα). Οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων παρουσίασαν τον Δεκέμβριο αύξηση κατά 3,1 δισ., με αποτέλεσμα το συνολικό τους απόθεμα να φτάσει τα 134,5 δισ. ευρώ. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκε σε 6,3%, από 5,9% τον προηγούμενο μήνα.
Αρνητική αποταμίευση
Τον εθνικό στόχο για ενίσχυση της αποταμίευσης, αλλά και την επαναφορά του ως σημείου αιχμής στη νέα στρατηγική ανάπτυξης των τραπεζών, αναδεικνύει σχετική έρευνα της Eurobank. Σύμφωνα με τον επικεφαλής ανάλυσης του ομίλου της Eurobank, Δρα Τάσο Αναστασάτο, η ακαθάριστη αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος για οκτώ συνεχή χρόνια. Ως αποταμίευση νοείται η διαφορά μεταξύ διαθέσιμων εισοδημάτων των νοικοκυριών και ιδιωτικής κατανάλωσης, ανεξαρτήτως του χρηματοοικονομικού οχήματος στο οποίο τοποθετείται (τραπεζικές καταθέσεις, τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα, αμοιβαία κεφάλαια, μετοχές κ.λπ.).
Την περίοδο 2011-2019 οι σωρευτικές απώλειες σε καταθέσεις ανήλθαν σε 42,1 δισ. ευρώ. Η επιστροφή στην κανονικότητα, με τη βελτίωση των εισοδημάτων και των προσδοκιών, οδηγεί σταδιακά σε αύξηση της αποταμίευσης, αν και αυτή παραμένει ακόμη αδύναμη. Το εντυπωσιακό είναι ότι, παρά τη φθίνουσα πορεία των αποδόσεων, οι Έλληνες συνεχίζουν να τοποθετούν τα χρήματά τους σε καταθέσεις ή να φυλάνε μεγάλο μέρος αυτών κάτω από το στρώμα.
Όπως διαπιστώνει η έρευνα της Eurobank, τα νοικοκυριά στην Ελλάδα τοποθετούν μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεών τους σε καταθέσεις σε σχέση με το σύνολο της Ευρωζώνης. Οι καταθέσεις ως ποσοστό του συνολικού ύψους των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών στην Ελλάδα ανέρχονται σε 54,3% (οι καταθέσεις των νοικοκυριών στο τέλος Δεκεμβρίου 2019 ανέρχονταν σε 116,7 δισ. ευρώ). Στην Ευρωζώνη, οι καταθέσεις την ίδια περίοδο ανέρχονταν σε 7 τρισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 31,6% των τοποθετήσεων του πλούτου των νοικοκυριών. Η διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης μεγεθύνθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης λόγω της κατάρρευσης των υπολοίπων αξιών, αλλά ήταν και παραμένει σημαντική. Ο μέσος όρος διαφοράς Ελλάδας και Ευρωζώνης για την περίοδο 2001-2018 κινείται στις 25 ποσοστιαίες μονάδες.
Μία άλλη σημαντική διαφοροποίηση στη σύνθεση του χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών σε Ελλάδα και Ευρωζώνη είναι η διακράτηση μετρητών, αλλά και οι επενδύσεις σε ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα. Τα νοικοκυριά στην Ελλάδα διακρατούν ποσοστό 10% του πλούτου τους σε μετρητά έναντι ποσοστού 2,8% στην Ευρωζώνη, ενώ επενδύουν μόλις το 4,5% του πλούτου τους σε ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα, έναντι 33,4% στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Χαμηλά επιτόκια έως το 2025
Ο άθλος των ελληνικών τραπεζών για την ενίσχυση της αποταμίευσης θα διεξαχθεί χωρίς τον ούριο άνεμο των ελκυστικών επιτοκίων. Το σημερινό οικονομικό περιβάλλον διεθνώς είναι πολύ πιο ασταθές, με μεγαλύτερη μεταβλητότητα και κυρίως με πολύ χαμηλές έως αρνητικές αποδόσεις. Η προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών να τονώσουν την παγκόσμια οικονομία τις οδήγησε στο να έχουν πολύ χαμηλά ή ακόμα και αρνητικά παρεμβατικά επιτόκια και συγχρόνως να επενδύουν οι ίδιες σε προϊόντα σταθερού εισοδήματος προκειμένου να σταθεροποιήσουν και να τονώσουν τις αγορές.
Η πολιτική της ΕΚΤ προδιαγράφει ότι τα επιτόκια θα διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Στις 23 Ιανουαρίου 2020 η ΕΚΤ αποφάσισε ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν στα σημερινά τους ή και σε χαμηλότερα επίπεδα μέχρις ότου οι προοπτικές για τον πληθωρισμό συγκλίνουν σθεναρά προς επίπεδο κοντά και χαμηλότερα του 2%. Επίσης, η ΕΚΤ αποφάσισε ότι θα συνεχίσει τη διενέργεια καθαρών αγορών στο πλαίσιο του προγράμματος για την αγορά στοιχείων ενεργητικού (APP), με ύψος 20 δισ. ευρώ μηνιαίως. Επιπλέον, θα συνεχιστεί η επανεπένδυση του συνόλου των ποσών από την εξόφληση αποκτηθέντων τίτλων κατά τη λήξη τους, για μεγάλη περίοδο μετά την έναρξη αυξήσεων στα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Όπως επισημαίνει ο κ. Αναστασάτος, η αντίληψη των αναγκαιοτήτων που οδηγούν στην επεκτατική νομισματική πολιτική και η άφθονη ρευστότητα οδηγούν τις αγορές σε προσδοκίες διατήρησης χαμηλών επιτοκίων για πολλά χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι προθεσμιακές αγορές (furures του euribor τριμήνου) προεξοφλούν αρνητικά επιτόκια κατά την επόμενη πενταετία, δηλαδή μέχρι τα τέλη του 2025. Σημειώνεται ότι το ύψος του ισολογισμού της ΕΚΤ αναμένεται να ξεπεράσει τα 5 τρισ. ευρώ το 2021.
Μονόδρομος τα αμοιβαία κεφάλαια
Καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία έχει μπει σε φάση "ιαπωνοποίησης", αλλάζει αναγκαστικά και η στρατηγική της αποταμίευσης. Για την ακρίβεια, για πρώτη φορά η αποταμίευση απαιτεί στρατηγική, γνώση και ευελιξία, καθώς η "αγελάδα" των προθεσμιακών καταθέσεων δεν δίνει πλέον γάλα, και οι αποδόσεις βρίσκονται στην επένδυση με ανάληψη λελογισμένου ρίσκου και διασπορά των τοποθετήσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που οι επενδύσεις στα αμοιβαία κεφάλαια επανέρχονται πανηγυρικά στο προσκήνιο και αναδεικνύονται στην πιο δημοφιλή επένδυση παγκοσμίως, με επενδεδυμένα κεφάλαια άνω των 20 τρισ. δολαρίων.
Όπως αναφέρουν εξειδικευμένα στελέχη του Personal Banking της Eurobank, πλέον, ακόμα και τα 30 ευρώ που μπορεί να αποταμιεύει κανείς σε μηνιαία βάση χρειάζονται εξειδικευμένη διαχείριση προκειμένου να μπορούν να αποδώσουν ένα σεβαστό κεφάλαιο σε κάποια χρόνια. Το "κλειδί" για αποδόσεις –και κυρίως για την προστασία των χρημάτων του καταθέτη/επενδυτή από απώλειες– είναι ο μακροπρόθεσμος ορίζοντας της επένδυσης και η διασπορά των τοποθετήσεων, σε είδος, γεωγραφική αγορά και χρόνο (δηλαδή με τακτικές καταβολές). Όπως δείχνουν στοιχεία των τελευταίων 50-70 ετών για τις αποδόσεις των επενδύσεων σε αμοιβαία κεφάλαια, η κατανομή των επενδύσεων επηρεάζει τις αποδόσεις σε ποσοστό κοντά στο 91,5%, ενώ ο μεγάλος επενδυτικός ορίζοντας, στο αρνητικό σενάριο, διασφαλίζει σχεδόν μηδενικές απώλειες σε περίοδο 20ετίας και πολύ μικρές αρνητικές αποδόσεις σε περίοδο 10ετίας.
Αλλάζει και ο ρόλος του τραπεζοϋπαλλήλου
Η επαναφορά της αποταμίευσης σε κεντρικό αναπτυξιακό στόχο των τραπεζών συμβαδίζει με τις ευρύτερες αλλαγές που πραγματοποιούν οι ίδιες για τον μετασχηματισμό τους σε ένα νέο λειτουργικό μοντέλο με επίκεντρο τον πελάτη. Το νέο λειτουργικό μοντέλο των τραπεζών υπαγορεύεται από τις αλματώδεις εξελίξεις στην τεχνολογία και το περιβάλλον της παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που αλλάζουν τόσο τη δομή του τραπεζικού καταστήματος όσο και τον ρόλο του τραπεζοϋπαλλήλου.
Ο τελευταίος, έχοντας πλέον να ανταγωνιστεί τις μηχανές, το Internet και το κινητό τηλέφωνο, μέσω των οποίων πραγματοποιείται άνω του 60% των εργασιών που παραδοσιακά ο πελάτης εκτελούσε στο τραπεζικό γκισέ (σε κάποιες τράπεζες το 85% των συναλλαγών γίνεται μέσω εναλλακτικών δικτύων, δηλ. ΑΤΜs, Κέντρα Αυτόματων Συναλλαγών ΚΑΣ, web και mobile banking), καλείται να εξειδικεύσει τον ρόλο του και, από απλός διεκπεραιωτής συναλλαγών, να γίνει πωλητής προϊόντων και σύμβουλος. Η προσωπική εξυπηρέτηση που παρείχαν παλαιότερα οι τράπεζες μέσω του Private Banking στους πελάτες με υψηλά οικονομικά βαλάντια είναι πλέον ανάγκη και προνόμιο για όλους τους πελάτες, με το Personal Banking να αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή του νέου μοντέλου παροχής υπηρεσιών από τις τράπεζες.
Ο τραπεζοϋπάλληλος, στον νέο του ρόλο, καλείται να "χτίζει" προσωπική σχέση εμπιστοσύνης με τον πελάτη, γνωρίζοντας τις ανάγκες και τους οικονομικούς του στόχους και διαμορφώνοντας γι' αυτόν το κατάλληλο μείγμα επένδυσης μέσα από τα προϊόντα της τράπεζας και, αντιστοίχως, καλύπτοντας τις χρηματοδοτικές του ανάγκες. Ειδικά στο σκέλος των επενδύσεων, τα τμήματα Personal Banking των τραπεζών απαρτίζονται από στελέχη πιστοποιημένα από την Τράπεζα της Ελλάδος, στα οποία έχει ανατεθεί συγκεκριμένο πελατολόγιο, με το οποίο βρίσκονται σε συνεχή επαφή. Αυτό είναι απαραίτητο, καθώς ο τραπεζικός υπάλληλος πλέον δεν διαπραγματεύεται επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων και δεν περιορίζεται σε απλά αποταμιευτικά προϊόντα, αλλά συνδιαμορφώνει με τον πελάτη το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο και προτείνει ασφαλιστικά προϊόντα, αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα, μετοχές, εμπορεύματα και κάθε είδους άλλη επένδυση ανά τις διεθνείς αγορές.
Οι αλλαγές που φέρνει κατά βάση η ψηφιοποίηση, αλλά και οι αλλαγές στο τοπίο των επενδύσεων αφενός και της διαχείρισης των "κόκκινων" δανείων αφετέρου, απασχολούν πλέον όχι μόνο τις διοικήσεις των τραπεζών, αλλά και τους συλλόγους των εργαζομένων. Οι αλλαγές στην απασχόληση των τραπεζοϋπαλλήλων ήταν το αντικείμενο ημερίδας που πραγματοποίησε την περασμένη εβδομάδα ο Σύλλογος Εργαζομένων της Alpha Bank. Ο πρόεδρος του Συλλόγου, κ. Τάσος Γκιάτης, τονίζει στο "Κ" την ανάγκη επανεκπαίδευσης του προσωπικού των τραπεζών, με στόχο την ανάδειξη δεξιοτήτων για την συμπόρευση του ανθρώπινου παράγοντα με τις μηχανές. Αυτό θα πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα των τραπεζών, εν όψει των καταιγιστικών και αναπόφευκτων αλλαγών που έρχονται για την απασχόληση στον τραπεζικό κλάδο. Σημειώνεται ότι την τελευταία δεκαετία η απασχόληση στις τράπεζες έχει μειωθεί κατά 50%, ακολουθώντας τη μείωση του δικτύου των τραπεζικών καταστημάτων. Το 2008 οι τράπεζες αριθμούσαν δίκτυο 4.130 καταστημάτων και προσωπικό 67.798 εργαζομένων και το 2018 τα αντίστοιχα μεγέθη είχαν υποχωρήσει σε 1.874 καταστήματα και 38.536 υπαλλήλους.
Πηγή: capital.gr